- παιγνημόνως
- παιγνήμωνjocularadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιγνιήμων — και παιγνήμων, ον (ΑΜ) αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς, φιλοπαίγμων*. επίρρ... παιγνιημόνως ή παιγνημόνως (Μ) με παιγνιώδη τρόπο, με αστεϊσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιγνία + επίθημα μων, κατά τα επίθ. σε (η)μων που έχουν παραχθεί από ρήματα (πρβλ.… … Dictionary of Greek